Η ρήξη του μηνίσκου και η επακόλουθη μηνισκεκτομή έχει ως αποτέλεσμα τον επταπλασιασμό της πιθανότητας να αναπτυχθεί οστεοαρθρίτιδα γόνατος αργότερα στη ζωή του ασθενούς. Η αρθροσκοπική μηνισκεκτομή είναι μια από τις συχνότερες επεμβάσεις στα ελληνικά Νοσοκομεία. Αν και είναι γενικά αποδεκτό στο ευρύ κοινό οτι η μερική μηνισκεκτομή είναι μια επέμβαση με ελάχιστες επιπλοκές και εύκολη αποκατάσταση, κοιτώντας προσεκτικά τους ασθενείς μετεγχειρητικά μπορούμε κάποιες φορές να διαπιστώσουμε εμμένουσα μυϊκή ατροφία τετρακέφαλου, αύξηση των φορτίων στους χόνδρους της άρθρωσης του γόνατος και μειωμένη λειτουργία γόνατος. Για τους λόγους αυτούς φαίνεται η άμεσα μετεγχειρητική έναρξη ειδικού, προσωποποιημένου προγράμματος αποκατάστασης να βοηθά στη διατήρηση της δύναμης του τετρακεφάλου και στη μείωση των επιπλοκών μετά από μερική μηνισκεκτομή.
Βασικοί άξονες της αποθεραπείας είναι σίγουρα η εξάλειψη του πόνου, η αποκατάσταση πλήρους παθητικού εύρους κίνησης του γόνατος και η αποκατάσταση πλήρους ενεργητικής κάμψης και έκτασης του γόνατος. Εξαιρετικά σημαντικός κρίνεται πλέον και ο έλεγχος και των γειτονικών αρθρώσεων (ισχίο, ποδοκνημική και σπονδυλική στήλη), προβλήματα από τις οποίες μπορεί κάποιες φορές να επιβραδύνουν την αποκατάσταση μετά από μερική μηνισκετομή.
Είναι πλέον γενικά παραδεκτό οτι εμμένοντα προβλήματα -μετά από μηνισκεκτομή- ενεργοποίησης και ενδυνάμωσης του τετρακεφάλου, των οπίσθιων μηριαίων και της γαστροκνημίας μπορεί να οδηγήσουν σε συντομότερη εμφάνιση αρχόμενης αρθρίτιδας γόνατος. Για το λόγο αυτό θεωρούμε οτι υπάρχει ένα χρονικό «παράθυρο», που πρέπει αυτά τα προβλήματα να έχουν πλήρως αποκατασταθεί, ώστε η εμφάνιση προβλημάτων από την αρθρίτιδα να καθυστερήσει όσο γίνεται περισσότερο.
Ένα άλλο σημαντικό επιστημονικό ζήτημα που αφορά στη μηνισκεκτομή είναι η επιρροή που έχει στην κίνηση και την εμβιομηχανική του γόνατος. Γόνατα που έχουν υποστεί μηνισκεκτομή φαίνεται να έχουν αυξημένη έξω στροφή γόνατος κατά τη βάδιση, γεγονός που ίσως ευθύνεται για επιβάρυνση τμημάτων της άρθρωσης με λεπτότερο χόνδρο και άρα οδηγείται το γόνατο σε ταχύτερη εμφάνισης αρθρίτιδας. Οι μηνίσκοι, εκτός από την ευρέως γνωστή λειτουργία τους ως «αμορτισέρ» του γόνατος, έχουν και μια άλλη λειτουργία, αυτή της συμμετοχής τους στην προσθιοπίσθια και πλαγιοπλάγια σταθερότητα του γόνατος. Μια ολική μηνισκεκτομή σε ένα γόνατο που έχει πλήρη ρήξη πρόσθιου χιαστού θα οδηγήσει ακόμα ταχύτερα σε καταστροφή της άρθρωσης και των χόνδρων του γόνατος. Επίσης, σημαντικό ρόλο στον αλγόριθμο αντιμετώπισης του εκάστοτε ασθενούς, που έχει ο εξειδικευμένος ορθοπεδικός στο μυαλό του, πρέπει να κατέχει και ο μορφότυπος του γόνατος. Για παράδειγμα, μια μηνισκεκτομή του έσω μηνίσκου σε ένα ραιβό γόνατο μπορεί να έχει χειρότερες επιπτώσεις από οτι αν γινόταν σε ένα βλαισό γόνατο.
Επίσης, εκτός από τις μηχανικές συνέπειες της ρήξης του μηνίσκου, σημαντικές είναι και οι επιπτώσεις των κυτοκινών που παράγονται λόγω της φλεγμονής που προκαλείται. Οι ίδιες οι -παραγόμενες από τη φλεγμονή- κυτοκίνες συμβάλλουν στην καταστροφή του χόνδρου και στην εξέλιξη της αρθρίτιδας. Επομένως, η καθυστέρηση της αποκατάστασης (χειρουργικής ή συντηρητικής) μετά από ρήξη μηνίσκου, σίγουρα δεν είναι προς το συμφέρον του γόνατος.
Μεγαλύτεροι ασθενείς με εκφυλιστικές ρήξεις που δεν αντιμετωπίστηκαν φαίνεται να αυξάνουν τα φορτία στους χόνδρους και επομένως να οδηγούνται σε αρθρίτιδα γρηγορότερα. Μηνισκικές ρήξεις που αφέθησαν χωρίς αντιμετώπιση αναφέρεται οτι σχεδόν πενταπλασιάζουν την πιθανότητα εμφάνισης αρθρίτιδας σε 3 χρόνια. Επιπλέον, η ολική μηνισκεκτομή αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης αρθρίτιδας 15 φορές μέσα σε 10 χρόνια, φτάνοντας σε ποσοστά άνω του 95%. Πρακτικά δηλαδή, η ολική μηνισκεκτομή οδηγεί με σχεδόν πλήρη βεβαιότητα σε αρθρίτιδα. Επομένως, πρέπει ο ορθοπεδικός να εξατομικεύει την αντιμετώπισή του για κάθε ασθενή, κρίνοντας από τον πόνο, τον τρόπο βάδισης, το μορφότυπο και την αδυναμία των μυών γύρω από το γόνατο για να επιλέξει συντηρητική ή χειρουργική αντιμετώπιση μιας εκφυλιστικής ρήξης, ώστε να καθυστερήσει όσο αυτό είναι δυνατό την εκδήλωση συμπτωμάτων αρθρίτιδας.
Νεαροί αθλητές που έχουν χειρουργηθεί για μερική ή υφολική μηνισκεκτομή έχουν ένα ποσοστό να αναπτύξουν αρθρίτιδα αργότερα στη ζωή τους από 70%-90%. Για το λόγο αυτό πλέον, τα σύγχρονα guidelines της ESSKA δίνουν οδηγίες για συρραφή των μηνίσκων, όποτε είναι αυτό εφικτό. Έχει μεγάλη σημασία λοιπόν, για τη μετέπειτα λειτουργία του γόνατος, η διατήρηση όσο μεγαλύτερης μηνισκικής μάζας μέσω της συρραφής του μηνίσκου. Επομένως, ο χειρουργός πρέπει πάντα πρώτα να έχει στο μυαλό του τη συρραφή του μηνίσκου με όλες τις διαθέσιμες τεχνικές και όχι τη μηνισκεκτομή. Ακόμα και αν κριθεί αναγκαίο να προχωρήσει σε μερική μηνισκεκτομή, πρέπει επίσης να προσπαθήσει να συρράψει έστω τμήμα του ραγέντος μηνίσκου με συνδυασμό τεχνικών (μηνισκετομή στο κατεστραμένο τμήμα και συρραφή στο κομμάτι του μηνίσκου που μπορεί να σωθεί). Εν ολίγοις, η συρραφή μηνίσκου πρέπει να έχει προβάδισμα στη διεγχειρητική απόφαση του εξειδικευμένου χειρουργού σχετικά με τη μερική μηνισκεκτομή, εφόσον βέβαια αυτό είναι δυνατό και πάντα έχοντας στο μυαλό και άλλους παράγοντες (ηλικία, μορφότυπος γόνατος, επάγγελμα ασθενούς, ποιότητα μηνισκικού ιστου κλπ.). Η απόφαση αυτή μπορεί να κοστίζει χειρουργικό χρόνο στο χειρουργό και να είναι πιο απαιτητική τεχνικά, αλλά σίγουρα μπορεί να σημαίνει την επιβίωση για πολλά χρόνια του γονατος!